ανάδρομος

ανάδρομος
-η, -ο
1. αυτός που κινείται προς τα πάνω ή προς τα πίσω: Οι πέστροφες είναι ανάδρομα ψάρια.
2. η κίνηση από την ανατολή προς τη δύση διά του νότου: Ανάδρομη φορά ή κίνηση του αστέρα Α.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀνάδρομος — running up masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάδρομος — Αυτός που κινείται προς τα πάνω ή προς τα πίσω. Α. λέγεται συνήθως το συρματόσκοινο ή άλλο δυνατό σκοινί που είναι τεντωμένο λοξά από τα κατάρτια στο κατάστρωμα ή τον πρόβολο πλοίου ή από το ένα κατάρτι στο άλλο. Πάνω σε αυτό το σκοινί στηρίζεται …   Dictionary of Greek

  • ἀνάδρομον — ἀνάδρομος running up masc/fem acc sg ἀνάδρομος running up neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναδρόμοις — ἀνάδρομος running up masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναδρόμους — ἀνάδρομος running up masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναδρόμων — ἀνάδρομος running up masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναδρομικός — ή, ό 1. αυτός που κινείται προς τα πίσω, οπισθοχωρητικός, οπισθοβατικός 2. αυτός που κινείται προς τα επάνω, ο ανάδρομος 3. αυτός που σχετίζεται με το παρελθόν αλλά εφαρμόζεται στο παρόν, οπισθοδρομικός, οπισθενεργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάδρομος. ΠΑΡ …   Dictionary of Greek

  • anádromo — adj. Zool. Se aplica al animal que emigra desde las aguas saladas a las aguas dulces para procrear; como el salmón. * * * anádromo, ma. (Del gr. ἀναδρόμος). adj. Zool. Se dice de las especies de peces que viven en el mar, pero remontan los ríos… …   Enciclopedia Universal

  • catádromo — catádromo, ma. (Del gr. κατάδρομος, infl. en su significado por ἀναδρόμος, anádromo). adj. Zool. Se dice de las especies de peces que viven en aguas dulces, pero van al mar para reproducirse; p. ej., la anguila. U. t. c. s …   Enciclopedia Universal

  • αναδρομιά — η [ανάδρομος] 1. δρόμος στενός και ανηφορικός 2. πορεία σε ανηφορικό δρόμο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”