ἀνάδρομος — running up masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάδρομος — Αυτός που κινείται προς τα πάνω ή προς τα πίσω. Α. λέγεται συνήθως το συρματόσκοινο ή άλλο δυνατό σκοινί που είναι τεντωμένο λοξά από τα κατάρτια στο κατάστρωμα ή τον πρόβολο πλοίου ή από το ένα κατάρτι στο άλλο. Πάνω σε αυτό το σκοινί στηρίζεται … Dictionary of Greek
ἀνάδρομον — ἀνάδρομος running up masc/fem acc sg ἀνάδρομος running up neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδρόμοις — ἀνάδρομος running up masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδρόμους — ἀνάδρομος running up masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδρόμων — ἀνάδρομος running up masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναδρομικός — ή, ό 1. αυτός που κινείται προς τα πίσω, οπισθοχωρητικός, οπισθοβατικός 2. αυτός που κινείται προς τα επάνω, ο ανάδρομος 3. αυτός που σχετίζεται με το παρελθόν αλλά εφαρμόζεται στο παρόν, οπισθοδρομικός, οπισθενεργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάδρομος. ΠΑΡ … Dictionary of Greek
anádromo — adj. Zool. Se aplica al animal que emigra desde las aguas saladas a las aguas dulces para procrear; como el salmón. * * * anádromo, ma. (Del gr. ἀναδρόμος). adj. Zool. Se dice de las especies de peces que viven en el mar, pero remontan los ríos… … Enciclopedia Universal
catádromo — catádromo, ma. (Del gr. κατάδρομος, infl. en su significado por ἀναδρόμος, anádromo). adj. Zool. Se dice de las especies de peces que viven en aguas dulces, pero van al mar para reproducirse; p. ej., la anguila. U. t. c. s … Enciclopedia Universal
αναδρομιά — η [ανάδρομος] 1. δρόμος στενός και ανηφορικός 2. πορεία σε ανηφορικό δρόμο … Dictionary of Greek